- σῑτοθήκη
- σῑτο-θήκη, ἡ, Getreidebehälter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιτοθήκη — granary fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοθήκη — ἡ, ΜΑ σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θήκη (< τίθημι), πρβλ. οστεο θήκη] … Dictionary of Greek
σιτοθήκας — σιτοθήκᾱς , σιτοθήκη granary fem acc pl σιτοθήκᾱς , σιτοθήκη granary fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
υπέραντλος — ον, Α 1. (για πλοίο) πλημμυρισμένος από νερό («πρός τε τὴν θάλασσαν ἤδη βαρείας καὶ ὑπεράντλου γενομένης», Πλούτ.) 2. ξέχειλος («ὑπέραντλος σιτοθήκη», Θεμίστ.) 3. καταβεβλημένος από θλίψεις και ατυχίες («χαλεπᾷ ὑπέραντλος οὖσα συμφορᾷ», Ευρ.) 4.… … Dictionary of Greek